- Ἀμφότερ'
- Ἀμφότερε , Ἀμφότεροςmasc voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀμφότερ' — ἀμφότερα , ἀμφότερος either neut nom/voc/acc pl ἀμφότερε , ἀμφότερος either masc voc sg ἀμφότεραι , ἀμφότερος either fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)